Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Το τροπάριο της Κασσιανής με την ιστορία του





του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου

Σε ένα παλιό βιβλίο βρήκα ένα υπέροχο ποίημα σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο που αναφέρεται στην ιστορία της μοναχής Κασσιανής με τον βασιλιά Θεόφιλο και στο θαυμάσιο δοξαστικό της Μ. Τετάρτης. Η γλώσσα είναι λίγο δύσκολη για τους νεότερους, αλλά πιστεύω ότι και αυτοί θα  χαρούν την θαυμάσια πλοκή  αυτού  του ποιήματος: 
«Επί τον θρόνον αναβάς του πάλαι Βυζαντίου
Θεόφιλος ο ακουστός ο σεπτός αυτοκράτωρ,
παρθένους μετεπέμψατο ανθούσας επί κάλλει
σοφία και σεμνότητι του αξιώματος του
τού υπερτάτου σύζυγον αξίαν να εκλέξη:
Ήκμαζε τότ’ εν γυναιξίν επιφανής το γένος
την όψιν, χάριτι, τον νούν, περικαλλής παρθένος.
Κασσιανή, ονόματι, Κασία, Ικασία
προσήλθε μετά των πολλών άλλων καλών παρθένων.
Μόλις ιδών ο Βασιλεύς αυτήν, κατεθαμβώθη
και είπε, κατά Ζωναράν, «εκ γυναικός ερρύη
τα φαύλα» θέλων του Αδάμ τον έκ της Εύας δόλον
να υποδείξη το κακόν το εκ της αμαρτίας
 εις άπαν το ανθρώπινον γένος επικρατήσαν.
Τούτο κατανοήσασα η ευφυής Κασία
σεμνώς ερυθριάσασα, είπε τω Ηγεμόνι.
«αλλά τα κρείτω εξ αυτής της γυναικός πηγάζει»,
ούτως υποσημαίνουσα ότι εκ της παρθένου
Μαρίας ήλθεν ο Χριστός ο λυτρώσας τον κόσμον.
Η παρρησία της αγνής και ευφυούς παρθένου
απήρεσε (δεν άρεσε) τω Βασιλεί και ο εκράτει μήλον
τη Θεοδώρα έδωκε τη εκ Παφλαγωνίας,
ήτις γνωστή εγένετο τη αυτοκρατορία
 διά την αναστήλωσιν των ιερών εικόνων.
Η δε Κασία Μοναχής σχήμα περιβληθείσα
τω ουρανίω  Βασιλεί αντί του επιγείου
νύμφη παρασκευάζεται τα πάντα παραιτούσα.
Εκάρη παρά τη Μονή εγγύς του Βυζαντίου
αφιερωθή τω Θεώ μετά θερμών δακρύων
τούτω καθικετεύουσα να μη απαξιώση
του πλάσματος του να δεχθή την άπειρον λατρείαν
συνέταττεν η ευφυής εκπαίδευτος παρθένος
ύμνους, δεήσεις τω Θεώ και επί κατανύξει
γνωστάς, ταύτας ακούομεν κατ’ έτος ψαλλομένας.
Αυτή συν άλλοις έγραψε τον «Κύματι θαλάσσης»
όνπερ το Μέγα Σάββατον ψάλλει η Εκκλησία.
Πολλά άλλα κατέλιπεν έργα η Ικασία
ταύτα δεν διεσώθησαν μέχρι των ημέρων μας
 πλην του γνωστού Δοξαστικού της Μεγάλης Τετάρτης
το, «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις πεσούσα
γυνή την σήν θεότητα αισθανομένη, τάξιν
αναλαβούσα γυναικός μυροφόρου κομίζει
 οδυρομένη μυρά σοι πριν ενταφιασμού σου.
οίμι λέγουσα ότι νύξ υπάρχει μοι ζοφώδης,
ασέληνος, φιλάνθρωπε, οίστρος ακολασίας,
της αμαρτίας έρως δε, δέξαι μου των δακρύων,
πηγάς ο το θαλάσσιον νεφέλαις διεξάγων,
 ύδωρ κάμφθητι στεναγμοίς τοις της εμής καρδίας,
ο κλίνας τη αφάτω σου τους ουρανούς κενώσει,
καταφιλήσω τους αγνούς σου και αχράντους πόδας,
τούτους πάλιν της κεφαλής βοστρύχοις αποσμήξω…».
Ενώ δε ταύτα έγραφεν ήκουσε Θεοφίλου
τα βήματα, και πάραυτα έσπευσε και εκρύβη.
Ο Αυτοκράτωρ αναγνούς τα ήδη γεγραμμένα
προσέθηκεν αυτή χειρί και τα εξής τω ύμνω:
«ών(ποδών) κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα εκρύβη.
Εν παραδείσω δειλινόν Εύα», μεθ’ ό απήλθεν.
Η δε Κασί’ ανέγνωσε το υπό Θεοφίλου
γραφέν και συμπληρώσασα τον ύμνον ηκολούθει:
«αβύσσους των κριμάτων σου αμαρτιών μου πλήθη,
τίς, ψυχοσώστα, Σώτέρ μου, δύνατ’ εξιχνιάσαι,
μη των σων δούλων πάριδε ο αμέτρητον έχων,
το μέγα έλεος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: