Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Να μην πιστεύουμε εύκολα τις συκοφαντίες




του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου

Η συκοφαντία είναι μεγάλη και σιχαμερή αμαρτία. Με αυτή άνθρωποι σκοτεινοί και πονηροί προσπαθούν να σπιλώσουν και να εξοντώσουν αξίους και αγίους ανθρώπους. Άλλοτε κατά παραχώρηση Θεού πετυχαίνουν τα καταχθόνια σχέδια τους, άλλοτε όμως ο Θεός αποκαλύπτει την αλήθεια φανερώνοντας την κακουργία τους και δικαιώνοντας τούς αδίκως συκοφαντηθέντες. Εμείς πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μην πιστεύουμε εύκολα τις συκοφαντίες. Παρακάτω προς πνευματική μας ωφέλεια θα αναφέρουμε ένα πολύ διδακτικό περιστατικό από το μέγα Γεροντικόν.
Ήταν ένας Πατέρας που τον έλεγαν Νίκωνα και κατοικούσε στο όρος Σινά. Και να που πήγε κάποιος ξένος στην σκηνή ενός Φαρανίτη (κατοίκου της Φαράν) και καθώς βρήκε μόνη τη θυγατέρα του, αμάρτησε μ’ αυτήν. Της είπε κατόπιν: Να πείς ο αββάς Νίκων μου το ’κανε αυτό. Όταν ήρθε ο πατέρας της και το ’μαθε, πήρε το ξίφος και πήγε κατευθείαν στον Γέροντα. Χτύπησε την πόρτα. Μόλις βγήκε ο Γέροντας, έστρεψε το ξίφος για να τον σκοτώσει, αλλά έμεινε ξερό το χέρι του. Πήγε τότε ο Φαρανίτης και το ανέφερε στους πρεσβύτερους.
Αυτοί έστειλαν και κάλεσαν τον Γέροντα και μόλις ήλθε, τον ξυλοκόπησαν και ήθελαν να τον διώξουν. Αλλ’ εκείνος τους παρεκάλεσε λέγοντάς τους: Αφήστε με εδώ, για τ’ όνομα του Θεού, για να μετανοήσω. Τον έδιωξαν από το μοναστήρι για τρία χρόνια και έδωσαν εντολή να μην τον επισκέπτεται κανείς. Και έκανε τρία χρόνια βάζοντας μετάνοια κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και παρακαλούσε όλους λέγοντας: Προσευχηθείτε για μένα.
Κατόπιν όμως δαιμονίσθηκε αυτός που έκανε την αμαρτία και προκάλεσε την δοκιμασία στον αναχωρητή Νίκωνα. Ήρθε και ομολόγησε στην Εκκλησία: Εγώ διέπραξα την αμαρτία και είπα στην κοπέλα να συκοφαντήσει τον δούλο του Θεού. Πήγαν τότε οι κάτοικοι της Φαράν και έβαλαν μετάνοια στον Γέροντα λέγοντας: Συγχώρεσέ μας, αββά. Και εκείνος τους είπε: Ως προς την συγχώρηση, σας έχω ήδη συγχωρήσει αλλά για να μείνω, δεν μένω πια εδώ μαζί σας γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας που να έχει διάκριση και να πονέσει μαζί μου. Και έτσι έφυγε από ’κει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: