Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Παπαδιαμάντης, ὁ μέγας διηγηματογράφος, Μυρτιώτισσα

Παπαδιαμάντης δν εναι μόνο μεγαλύτερος διηγηματογράφος τς ποχς του, λλ κα λων τν ποχν. Μ᾿ λάχιστα τεχνικ μέσα νέβασε τ ργο του στν πόλυτη τελειότητα. Εναι πι πλός, πι ταπεινός, πι νθρώπινα ελικρινς συγγραφέας πο βγαλε τόπος μας. Στ ργο του μιλε ποκλειστικ κα μόνο γι τος «νθρώπους του», γι᾿ ατος πο τος ασθάνεται τέλεια δικούς του, κα μς μιλε γι᾿ ατος πως ποτ κανένας πατέρας δ μίλησε γι τ παιδιά του. Εναι πειρη στοργ πο τος χει. ξω μως π᾿ ατν τν κόσμο τν ταπεινν, τίποτ᾿ λλο σχεδν δν τν νδιαφέρει, θάλεγε κανες πς δν πρόσεξε τίποτ᾿ λλο, πς δν ριξε οτε κν μία ματι στς λλες τάξεις τν νθρώπων. προσοχή του κι λη του γάπη συγκεντρώθηκε στ νησί του. Τ τοποθέτησε στ πρτο πλάνο τς ζως, κα τ ργο του ντλε π᾿ ατ τ λαμπρότητά του. π᾿ τ φτώχεια το νησιώτη πλουτίζεται, π᾿ τν γία του πομον στ δυστυχία κα στ θάνατο στεριώνεται, π᾿ τν γνότητα τς Σκιαθίτισσας κοπέλλας ξαϋλώνεται, κα φτάνει κε που λίγοι κατάφεραν ν φτάσουν.
Γνώρισα τν Παπαδιαμάντη π κοντ μόνο τν τελευταο χρόνο πο βρισκόταν στν θήνα. Κάποιος φίλος τν φερε στ σπίτι μας να βράδυ, μ κι᾿ διος ποροσε πς τν κατάφερε, ατν τν πόμονο, τν πρόσιτο νθρωπο, ν πάει σ σπίτι ξένο κα σ᾿ νθρώπους ξω π᾿ τ δική του «οκογένεια». στόσο τν κατάφερε, κι᾿ π τότε, σως γιατ μς βρκε πλος κα κάπως τς ρεσκείας του, ρχότανε πότε-πότε κατ τς ννι τ βράδυ. Καθότανε πάντα παράμερα μ σταυρωμένα στ στθος τ χέρια, μ σκυμμένο τ κεφάλι, κα μο δινε τν ντύπωση σ νά λεγε π μέσα του μι προσευχή. Σπάνια μιλοσε. γ τν θαύμαζα κα τν γαποσα πολ π τότε, δύσκολα μως κατάφερνα ν᾿ νοίξω κουβέντα μαζί του.
να βράδυ μο επε ξαφνικά: -μαθα πς τιμτε δι τς προστασίας σας τ «Φόνισσα». Τν κύτταξα κατάπληκτη. ν δν τν ξερα τόσο πλ κα ταπεινν νθρωπο, θλεγα πς μ κορόϊδευε. - χει νάγκη ατ τ ριστούργημα π προστασία, κα μάλιστα δική μου; το πάντησα. να πικρ χαμόγελο φώτισε γι μία στιγμ τ πρόσωπό του, κι᾿ μέσως σβυσε. ν᾿ λλο βράδυ, βροχερ κα κρύο, το δώσαμε να φλυτζάνι τσάι γι ν ζεσταθε, μ δν τ δέχτηκε. Τσπρωξε μ κάποιαν πέχθεια, κα μς επε πλά: «Δν τ συνηθίζω». σως γιατ εναι φράγκικο πιοτό, σκέφθηκα, κα τ᾿ λλο βράδυ το τοιμάσαμε ζεστ φασκομηλιά. Μ πόση εχαρίστηση, θυμμαι, τ ρούφηξε μονομις.
ταν σιωπηλός, ταν μως θίγαμε κάτι πο τν νδιέφερε πο τ᾿ γαποσε, μιλοσε συνεχς γι κάμποση ρα, μ μι φων σιγανή, ψιθυριστ θά λεγα, πο μο φαινότανε σ ν ρχόταν π πολ μακριά. Σύχναζε τότε στ Μοναστηράκι, γιατ κε κοντ ταν να μικρ κκλησάκι που πήγαινε κι᾿ ψελνε ταχτικά. - Μπορετε κα γράφετε στ καφενεο; τν ρώτησα. Σήκωσε τότε τ κεφάλι του κι᾿ ρχισε ν μς μιλε γι τ περίφημο κενο καφενεο το Μοναστηρακιο, πλέκοντας τ γκώμιο το καφετζ μ θέρμη, σ ν ταν καμι προσωπικότητα ξεχωριστή.- Μο δίνει καμι φορ χαρτ κα γράφω. Εναι νθρωπος το θεο. στε ατ ταν! ς εν᾿ ελογημένος στν αἰῶνα γαθς κενος καφετζής! σως χωρς ατν πολλ π᾿ τ γοητευτικά του νιστορίσματα δ θβλεπαν τ φς ...Κατ τς δέκα σηκωνόταν ν φύγει. Νύσταζε. Μεγάλη κούραση τν κρατοσε πάντα. σφιγγε λίγο τ σκοιν πο ζωνε τ μέση του, μς δινε τ χέρι, κα μ φος μαθητ πο ντρέπεται γι κάποια ταξία, μς λεγε: - Καλή σας νύχτα, κα ν μο συγχωρετε τς λλείψεις μου.
ταν ταν ν φύγει γι τ Σκιάθο, ρθε μόνος του ατ τ φορά, γι ν μς ποχαιρετήσει. φωνή του εχε ναν λλιώτικο τόνο, ταν θερμ κα πολ συγκινημένη. Μς κάλεσε ν πμε στ νησί του, που θ μς φιλοξενοσε στ σπιτάκι του. Σες ο γυνακες θ κοιμστε σ ροχα φτωχικ μέν, πλν πολ καθαρά. μες ο ντρες μπορομε ν κοιμηθομε στ παιθρον, π τ δέντρα. πειτα ρχισε ν μς μιλε γι κάποια του νήψια, παιδι το δερφο του, νομίζω, γι τ ποα δν μπόρεσε ποτ ν κάνει τίποτα. Μιλοσε σ νθελε ν᾿ πολογηθε κα σύγχρονα ν ξαλαφρωθε π να βάρος πο το πίεζε τν καρδιά. - Χρέος μου ταν ν τ προστατέψω, λλ δν εχα τν δύναμιν. Δν μπόρεσα ν τος χρησιμεύσω ες τίποτε, πως πιθυμοσα. ς εναι... Τί ν τ λέμε τώρ᾿ ατά; θλιβερ πράγματα... Τν κύτταζα. Τ μάτια του ταν βουρκωμένα, κα δυ δάκρυα εχαν ρχίσει ν κυλον στ χλωμομελάχροινο πρόσωπό του. φυγε. στερ᾿ π λίγους μνες, προτο προφτάσουμε ν τν ξαναϊδομε στ νησί του, μς ρθε τ μήνυμα το πολυτρωτικο του θανάτου...
(Μυρτιώτισσα, Νέα στία, Χριστούγεννα 1941)

Δεν υπάρχουν σχόλια: