Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Στέλλα, το σπουργιτάκι του Θεού (μέρος β' )


Την άλλη μέρα και ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ο,τι είχα αντιληφθή γι’ αυτήν, ότι επρόκειτο για αγία ψυχή. Τήν επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινής. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πη τίποτε. Κι όμως το ήξερε?

Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πη: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δης· τελευταία με έβαλε να φάω μαζί τους· με τις αγίες ψυχές! Ποια είμαι εγώ; Πω, πω, πω, Μηλίτσα!».

Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μας τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω να τη δω δεν πρέπει να μιλώ γι’ αυτήν.

Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη, από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθή με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε.

Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνη στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού.

Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε και όταν της μιλούσε δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώη αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη με ένα αδιάκοπο «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ».

Πολλές φορές το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνη αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή. Σιγά-σιγά αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στην δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.

Κάποια φορά, ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνοια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους» ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει: -«Μη στενοχωριέσαι, θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη.

Ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράπτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μ. Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό την σκέπη της Παναγίας μας».

Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των Ιατρείων του Δήμου. Την είδαν οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή:

«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ. Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα Ιατρεία που λούστηκα είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με».

Διοικητής: «Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστής να προσέξης να μη σε δουν. Άντε στο καλό».

Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.



Δεν υπάρχουν σχόλια: