Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ΄ Δραγάτσης

Αυτοκράτορας του Βυζαντίου κατά την περίοδο 1449-1453. Γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου(1391-1425) και της Ελένης Δραγάτση και νεώτερος αδερφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου(1425-1448).

Γεννήθηκε το 1405, παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στην Ταυρική και τελικά πήγε στην Πελοπόννησο, όπου με τους αδερφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του δεσποτάτου ολοκληρώνοντας την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Από το 1443 ως το 1449 αφιερώθηκε με ζήλο στη στρατιωτική και διοικητική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τούρκικης απειλής.

Μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄, στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449 και πήγε στην Κωνσταντινούπολη έχοντας πολλές ελπίδες για το μέλλον της Αυτοκρατορίας.

Δυστυχώς οι πολιτικές και πολεμικές αρετές του Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στην εξουσία του φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ το 1451 έκανε αισθητότερο τον κίνδυνο για τη Βασιλεύουσα. Η ανέγερση στο Βόσπορο του υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση της Πόλης. Οι εκκλήσεις του Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονται με περίεργη αδιαφορία. Ο πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος που έφθασε στην Πόλη με ελάχιστες δυνάμεις δε μπόρεσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 Έλληνες και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 Γενουάτες υπό τον Ιουστινιάνη ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις των βαρβάρων.

Στις 28 Μαΐου 1453 ο Μωάμεθ αποφασίζει την τελική επίθεση...Ο Κωνσταντίνος μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας ενθάρρυνε τη φρουρά στον ηρωικό αγώνα για την απόκρουση της μεγάλης επίθεσης. Πράγματι η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε αλλά η αναπλήρωση των απωλειών της ηρωικής φρουράς ήταν αδύνατη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινίανη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με αυτοθυσία στο πλευρό των στρατιωτών ως απλός στρατιώτης, έχοντας βγάλει τα αυτοκρατορικά άμφια, ως απλός στρατιώτης. Τελικά οι Τούρκοι εισήλθαν στην Πόλη από την...αφύλακτη Κερκόπορτα το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Πόλις Εάλω!

Στην κορυφαία αυτή στιγμή του πατριωτικού χρέους και του ηρωισμού, ο γενναίος Αυτοκράτορας αναζητούσε έναν Χριστιανό για να τον θανατώσει. “Ουκ έστι τις τών χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;”. Τότε έπεσε ο εκφραστής του πνεύματος ένδεκα αιώνων ένδοξης ιστορίας του ελληνογενούς Βυζαντίου και ο ενσαρκωτής της ψυχής του Ελληνισμού σαν ένας νέος Λεωνίδας. Όμως ο Βασιλεύς δεν απέθανε... “καί τινες μέν ελθόντες έλεγον ότι έφυγεν κεκρυμμένον, άλλοι δε τεθνάναι μαχόμενον” (Φραντζής, ιστορικός της Άλωσης)

Και το πρόσωπό του πέρασε στους θρύλους του Γένους μας...

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε στη μάχη με τους Τούρκους αλλά “ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να’ ρθει πάλι ο άγγελος να τον σηκώσει...Όταν είναι θέλημα Θεού, θα κατέβει ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώσει και θα του δώσει στο χέρι πάλι το σπαθί που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθεί πάλε ο Βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους θα τους διώξει ως την Κόκκινη Μηλιά και θα γίνει μεγάλος σκοτωμός, που θα κολυμπήσει το μουσκάρι στο αίμα.”

Μην κλαις κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις...Πάλε με χρόνια με καιρούς πάλε δικά μας θα’ ναι.

Ο τελευταίος Παλαιολόγος – Γεώργιος Βιζυηνός

Απ’ τες σαράντα κι ύστερα Θεός τον παραγγέλνει
- Για του λαού τα κρίματα είναι γραφτό να γίνη, προσκύνα τον Σουλτάνο!
Μ'αυτός το χέρι στο σπαθί πεισμώνεται,δε θέλει!
- Πριν μπρος σε Τούρκο τύραννο το γόναττό του κλίνει, πες κάλλιο ν'αποθάνω!
Έξω απ'το κάστρο χύνεται με σπάθα γυμνωμένη και σφάζει Τούρκων κατοστές κι Αγαρηνών χιλιάδες.
Εκείνος κι ο στρατός του.
Μα ητ'ολίγος ο στρατός, κι οι πρώτοι λαβωμένοι!
Έπεσαν τ'αρχοντόπουλα, έφυγαν οι Ρηγάδες
κι απέμεινεν μόνος του.
Όσον τον ζώνουν τα σκυλιά τόσο χτυπά και σφάζει,
σαν πληγωμένος λέοντας, σαν τίγρις της ερήμου,
που τα παιδιά της σκώσουν.
Μα κει του πέφτει τ'άλογο. Και πέφτει αυτός και κράζει:
- Δε βρίσκεται ένας Χριστιανός να πάρ'την κεφαλή μου
πριν πάν και με σκλαβώσουν;
Μια τρίχα και τον σκότωνεν αράπικη λεπίδα!
Μα δεν το'θελε ο Θεός.Δεν ήθελε ν'αφήσει των Χριστιανών το Γένος
αιώνια δίχως βασιλιά κι ελευθεριάς ελπίδα.
Γι'αυτό προστάζει έναν άγγελο να πα να τον βοηθήσει
σαν ήταν κυκλωμένος.
Κι αυτός τον μαύρο λακπατά, τον Βασιλέα γλυτώνει.
Το κοφτερό του το σπαθί του παίρνει απ'το χέρι τους Τούρκους διασκορπίζει.
Πα στα λευκά του τα φτερά τον Βασιλέα σκώνει,
μες στο πλατύ το σπήλαιο, που σ'είπα, τόνε φέρει κι εκεί τόνε κοιμίζει.
Επάνω απ'το κεφάλι του η ασπίδα παραστέκει.
Κι εκεί που το χρυσόπλεκτο, το ψηφωτό ζωνάρι τη μέση του κατέχει.
Σαν αστραπή π'απέμεινε χωρίς αστροπελέκι
ζερβιά, ως κάτου κρέμεται τ'αστραυτερό θηκάρι,
μέσα σπαθί δεν έχει.
- Γιατί γιαγιά πού είναι το!
- Βαμμένο μες στο αίμα
ακόμα ως τώρα βρίσκεται σ'ενός αγγέλου χέρι,στον ουρανόν επάνου...
Ήτανε τότε που η Τουρκιά την Πόλιν επολέμα.
Μέσα μια χούφτα ελεύθεροι, απ΄έξω μύριο ασκέρι οι σκλάβοι του Σουλτάνου.
Κι ο Μωχάμετ ο ίδιος του πα στ'άγριο του το άτι.
- Δος μου της Πόλες τα κλειδιά! του Κωννσταντίνου κράζει, και το σπαθί σου δός μου!
- Έλα και πάρ' τα! λέγει αυτός του Τούρκου του μουχτάρη.
Εγώ δε δίνω τίποτα. Τποτα ενόσω βράζει μια στάλα γαίμα εντός μου!
Κι επρόβαλαν τα λάβαρα, κι αρχίνησεν η μάχη!
Σαράντα μέρες πολεμούν, σαράντα μερονύχτια
χτυπιούνται και χτυπούνε
οι Τούρκοι σαν τα κύματα, κι οι Χριστιανοί σαν βράχοι.
Κι ούτε των Φράγκων...προδοσίες ούτε των φλάρων δίχτυα, τον Βασιλέα σειούνε.
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τοον Βασιλέα,
ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε, σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα, πα να γενώ εκατό χρονών κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
Στην Πόλη, στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου, είναι ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν
παλάτι, σαν άγιο παρακκλήσι.
Κανένας Τούρκος δε μπορεί να κρατηθεί κοντά του, κανείς της σιδερόπορτας να έβρει το μονοπάτι,
να πα να το μηνύσει.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας που το ξέρει
περνά απ'αυτό κρυφά, κρυφά και το σταυρό του κάνει με φόβο και μ'ελπίδα.
Έτσι κι εγώ, βαστούμενη στο πατρικό μου χέρι, επήγα και προσκύνησα. Και εδ'αυτού μ'εφάνη.Όχι
μ'εφάνη! Είδα:
Μες στο σκοτάδι το βαθύ έν' άστρο, σαν λυχνάρι
σαν μια φλόργα μυστική απ' τον Θεό αναμμένη, γαλάζια λάμψη χύνει.
Και φέγγει την φεγγόχλωμη του Βασιλέως χάρη, πού με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει στην
αργυρή του κλίνη.
- Απέθανε γιαγιά;
- Ποτέ παιδάκι μου! Κοιμάται, κοιμάται μόνο! Τη χρυσή κορώνα στο κεφάλι, το σκήπτρο του στο χέρι.
Και σαν παλιοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστάται, στα στήθη του ο Σταυραετός, στα πόδια
του προβάλλει δικέφαλο ξαφτέρι.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί, γιαγιάκα, ννα ξυπνήσει;
- Ω βέβαια! Καιρούς καιρούς σηκώνει το κεφάλι, στον ύπνο το βαθύ του, και βλέπει αν ήρθεν η
στιγμή, πόχ' ο Θεός ορίσει, και βλέπει αν ήρθεν άγγελος για να του φέρει πάλι το κοφτερό σπαθί του.
- Και θά' ρθει, ναι, γιαγιάκα μου;
- Θά' ρθει παιδί μου, θά'ρθει.
Και όταν έρθει, τί χαρά στη γη στην οικουμένη, σ'όποιους θα ζούνε τότε!
Διπλό, τριπλό θα πάρουμεν αυτό που μας επάρθη κι η Πόλις κι η Αγιά Σοφιά δική μας θε να γένει.
- Πότε γιαγιά μου πότε;
- Όταν τρανέψει γιόκα μου, κι αρματωθείίς και κάμεις τον όρκο στην Ελευεριά, σύ κι όλη η
νεολαία σα σώσετε τη χώρα.
Τότε θε νάρθει ο άγγελος κι αγγελικαί δυνάμεις,να μβούνε να ξυπνήσουμε, να πουν στο Βασιλέα
πώς ήλθεν πιά η ώρα!
Κι ο Βασιλέυς θα σηκωθεί τη σπάθα του να δράξει και, στρατηγός σας, θε να μβει στο πρώτο του Βασίλειο,
τον Τούρκο χτυπήσει.
Και χτύπα χτύπα θα τον πά μακρά να τον πετάξει
πίσω στην Κόκκινη Μηλιά και πίσ' από τον ήλιο, ΠΟΥ ΠΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΥΡΙΣΕΙ!!


Δεν υπάρχουν σχόλια: